- στίλη
- ἡ, Ασταγόνα, στάλα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται μία φορά στις Σφήκες τού Αριστοφάνη και έχει προκαλέσει μεγάλη σύγχυση στους αρχαίους λεξικογράφους ως προς τη σημ. και την ετυμολόγησή της. Οι αρχαίοι σχολιαστές δίνουν το ερμήνευμα στίληνὅτι σημαίνει τὸ ἐλάχιστον, ενώ ο Ησύχιος στίλητὸ οὐδέν καὶ τὸ τυχόνἔστι δὲ ὁσταλαγμός. Η τελευταία ερμηνεία τού Ησυχίου οδήγησε πολλούς να υιοθετήσουν για τη λ. τη σημ. «σταγόνα, στάλα» και να τη συνδέσουν με το λατ. stilla «στάγμα, στάλαγμα, κάτι μικρό». Το ερμήνευμα, ωστόσο, τού Ησυχίου «σταλαγμός» οφείλεται πιθανότητα σε παρετυμολογική σύγχυση τού τ. στίλη με το λατ. stilla. Πιθανότερη φαίνεται η άποψη ότι η λ. στίλη αποτελεί εσφ. παράδοση ενός αμάρτυρου τ. *στίγη (πιθ. λόγω μετρικών αναγκών), ισοδύναμου σημασιολογικά με τη λ. στιγμή (< στίζω), οπότε αρχική σημ. τού στίλη θα πρέπει να θεωρηθεί ως «ελάχιστο, στιγμιαίο»].
Dictionary of Greek. 2013.